αχλάδι

αχλάδι
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 850 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εχιναίων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 344 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως.
* * *
το (Μ ἀχλάδιον)
ο καρπός της αχλαδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *αχράδιον, υποκορ. του αρχ. αχράς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αχλάδι — το ο καρπός της αχλαδιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπιον — ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α) 1. απίδι, αχλάδι 2. απιδιά, αχλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α και θ. *piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του… …   Dictionary of Greek

  • απίδι — το (Μ ἀπίδιον) αχλάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του αρχ. ουσ. άπιον «αχλάδι»] …   Dictionary of Greek

  • αρμούτι — το [τουρκ. armut (= αχλάδι)] 1. το αχλάδι 2. βαρύ τουφέκι με υποκόπανο σε σχήμα αχλαδιού …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Achladi — (Modern Greek: Αχλάδι, Katharevousa: ον meaning pear ), other forms: Ahladi, older forms: Achladion and Ahladion may refer to several villages in Greece:*Achladi, Euboea, a village in Euboea, part of the municipality Nileas *Achladi, Phthiotis, a …   Wikipedia

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • άχερδος — ἄχερδος, ο, η (Α) είδος άγριας αχλαδιάς, αγριαπιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. darδe «αχλάδι» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, ĝher(s) «υψώνομαι, εξέχω», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» >… …   Dictionary of Greek

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”